- δευτερεύων
- 1) adventice2) anecdotique3) auxiliaire
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δευτερεύων — δευτερεύω to be second pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… … Dictionary of Greek
δευτερεύω — (AM δευτερεύω) [δεύτερος] 1. είμαι ο δεύτερος, κατέχω την αμέσως επόμενη θέση μετά τον πρώτο 2. δεν έχω μεγάλη σημασία ή αξία, βρίσκομαι σε κατώτερη θέση («ασχολείται με δευτερεύοντα θέματα») μσν. νεοελλ. ο Δευτερεύων τιμητικό οφφίκιο που… … Dictionary of Greek
Партии ипподрома — Четыре команды на цирковой арене. Римская мозаика, Франция Партии ипподрома, партии цирка, факции (лат. partes, circus factions, греч … Википедия
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
Κάβειροι — Συλλογική ονομασία ομάδας αρχαιοελληνικών θεοτήτων. Η προέλευσή τους και η ετυμολογία της ονομασίας τους είναι αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης των οποίων η ονομασία προέρχεται ίσως από το σημιτικό Kabirim (= ισχυροί,… … Dictionary of Greek
Σεκουνδιανοί — οἱ, Α αίρεση τών Γνωστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. secundus «κατοπινός, δευτερεύων»] … Dictionary of Greek
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek
αντιβραχίονας — ο 1. (στα άνω άκρα) το από τον καρπό ως τον αγκώνα μέρος του χεριού, ο πήχυς 2. ο δευτερεύων μώλος τεχνητού λιμανιού, που δέχεται μόνο ασθενή κύματα … Dictionary of Greek
δευτερουργός — δευτερουργός, όν (Α) 1. όποιος έχει δευτερεύουσα θέση σε κάποιο έργο, ο δευτερεύων 2. το αρσ. ως ουσ. ο δευτερουργός αυτός που επισκευάζει ή μεταποιεί ενδύματα … Dictionary of Greek
δευτερότερος — η, ο αυτός που είναι κατώτερος από κάποιον άλλο στην αξία, τη σημασία, την ποιότητα, ο κατώτερος, ο δευτερεύων … Dictionary of Greek